- περικροτώ
- -έω, ΜΑ [κροτώ]μσν.κροτώ ολόγυρααρχ.μτφ. (για πρόσ.) είμαι διαπρεπής, προεξάρχω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περικροτῶ — περικροτέω cause to rattle round pres subj act 1st sg (attic epic doric) περικροτέω cause to rattle round pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροτώ — (AM κροτῶ, έω, Α και κορτώ) 1. κάνω κρότο, παράγω ήχο («ὑπερώησαν δέ οἱ ίπποι κείν ὄχεα κροτέοντες», Ομ. Ιλ.) 2. κάνω κάτι ή χτυπώ κάτι με αποτέλεσμα την παραγωγή κρότου («θύρσω κροτῶν γῆν», Ευρ.) νεοελλ. 1. εκπυρσοκροτώ 2. (το αρσ. μτχ. ενεστ.… … Dictionary of Greek